- μιμολόγου
- μῑμολόγου , μιμολόγοςactormasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόγελως — γέλωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. φιλόγελως, ων, ΜΑ 1. αυτός που γελά εύκολα, ο επιρρεπής στο γέλιο 2. ως κύριο όν. Φιλόγελως τίτλος συλλογής αποτελούμενος από 265 ευτράπελα αποφθέγματα, χαρακτηρισμούς, ανέκδοτα και αστεία, η οποία, σύμφωνα με το λεξ.… … Dictionary of Greek